Μια ανάλυση της αγοράς του Ασύρτικου και των οίνων Σαντορίνη ΠΟΠ

Wednesday, 22 February, 2017

Η Σαντορίνη, ένας από τους πιο μοναδικούς τουριστικούς προορισμούς, είναι και ο τόπος παραγωγής του ομώνυμου λευκού κρασιού που έχει αγαπηθεί τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Με όρους branding τα λευκά κρασιά της Σαντορίνης από Ασύρτικο αποτελούν τον καλύτερο και διασημότερο πρεσβευτή του ελληνικού κρασιού στις αναπτυγμένες  αγορές του εξωτερικού.

Η επιτυχία των κρασιών αυτών ήταν αναμενόμενο να καταστήσει την Σαντορίνη πόλο έλξης επενδύσεων στο χώρο της παραγωγής οίνου ήδη από το 1989 και την δεκαετία του 1990. Η περίπτωση της Σαντορίνης  δεν αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στο παγκόσμιο οινικό γίγνεσθαι, όπου εταιρείες κρασιού εξαπλώνονται σε μια ανερχόμενη αμπελουργική ζώνη. Αντίστοιχη ανάπτυξη γνώρισε και ζώνη της Rueda στην Ισπανία, όπου η εγκατάσταση ενός γνωστού παραγωγού (Marques de Riscal) αποτέλεσε το έναυσμα για την ανάπτυξη της περιοχής και την αύξηση των οινοποιειών που δραστηριοποιούνται εκεί. Στην περίπτωση της Rueda -λόγω γεωγραφίας- η επέκταση των αμπελώνων ήταν εφικτή και έτσι καλύφθηκε η αυξημένη ζήτηση για σταφύλια. Μια ακόμα συγκρίσιμη περιοχή  είναι το Condrieu στον Βόρειο Ροδανό, όπου η ανάδειξη των κρασιών του επέφερε την επέκταση των αμπελώνων και την αύξηση των παραγωγών στην περιοχή, με τη διαφορά ότι η επέκταση αυτή δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τα περιορισμένα όρια που θέτουν οι απότομες πλαγιές των λόφων. Στην περίπτωση όμως της Σαντορίνης η θάλασσα αποκλείει κάθε σκέψη για επέκταση των αμπελώνων, αντίθετα, οι αμπελώνες συρρικνώθηκαν προς όφελος της τουριστικής ανάπτυξης περιορίζοντας την διαθεσιμότητα σταφυλιών για τα οινοποιεία.

Μια πρόχειρη μελέτη της ανάπτυξης του οινικού τομέα στο νησί μπορεί να δώσει με στατιστικούς όρους την τωρινή εικόνα όπως έχει διαμορφωθεί. Ο αριθμός των οινοποιείων στην Σαντορίνη σήμερα είναι 18, με τουλάχιστον 5 από αυτά να έχουν ιδρυθεί μετά το 2010. Στατιστικά αυτό αποτελεί 38% αύξηση στον αριθμό των οινοποιείων από την προηγούμενη δεκαετία (2000-2009).

Η έκταση του σαντορινιού αμπελώνα υπολογίζεται περί τις 14.000 στρέμματα και η παραγωγή του κυμαίνεται -ίσως με αισιόδοξη πρόβλεψη- στα 500 κιλά ανά στρέμμα. Προκύπτει λοιπόν εύλογα το ερώτημα: μπορεί να καλυφθεί η ζήτηση;  Πρέπει να αναφερθεί ότι η εν λόγω έκταση δεν αντιστοιχεί εξ’ ολοκλήρου σε καλλιέργεια Ασύρτικου, αλλά περιέχει πλήθος άλλων ποικιλιών όπως Αθήρι, Αηδάνι, Μανδηλαριά κ.α. Εύλογα λοιπόν, η ποσότητα του παραγόμενου Ασύρτικου είναι μικρότερη από τον αρχικό υπολογισμό. 

Συμπερασματικά, η αυξημένη ζήτηση από την μεριά των οινοποιείων ήταν αναμενόμενο να εκτοξεύσει την τιμή αγοράς του σταφυλιού. Ξεκινώντας από το 2012, που αποτέλεσε μια χρονιά κλειδί, ακολουθεί μια παρουσίαση της πορείας της τιμής αγοράς του Ασύρτικου τα τελευταία χρόνια.

2012 1,00€/κιλό

2013 1,25 – 1,30€ /κιλό

2014 1,70 – 1,80€/κιλό

2015 2,20 – 2,50€/κιλό

2016 2,70 – 3,00€/κιλό (με ανώτατο όριο και τα 3,20€/κιλό σε κάποιες περιπτώσεις και χαμηλότερο το 2,4€)

2012 -> 2013 27,5%

2013 -> 2014 37%

2014 -> 2015  34%

2015 -> 2016 21%

 

2012 -> 2016 285%

Η τιμή αγοράς του Ασύρτικου έχει εμφανίσει μια συνολική αύξηση της τάξης του 285% σε βάθος πενταετίας, με άμεσο αποτελέσμα την αύξηση της τιμής της φιάλης ex cellar και συνεπώς την αύξηση της τιμής της φιάλης στο ράφι λιανικής- αλλά και στις λίστες των εστιατορίων  - εντός και εκτός Ελλάδος.

Το τελευταίο δεν αποτελεί απαραίτητα αρνητική εξέλιξη, καθώς η σπανιότητα του σαντορινιού Ασύρτικου σε συνδυασμό με την μοναδικότητα του terroir του νησιού, όφειλε κάποια στιγμή να αποτυπωθεί  και στην τελική του τιμή. Η επιτυχία του Ασύρτικου αποτελεί σημαντική ευκαιρία για τον ελληνικό αμπελώνα, καθώς το πρώτο «icon» κρασί της χώρας πιθανότατα θα προέρχεται από τη Σαντορίνη και θα μπορέσει να αναδείξει και τις υπόλοιπες ελληνικές ποικιλίες.

Το Ασύρτικο δεν είναι πλέον αποκλειστική υπόθεση της Σαντορίνης αφού καλλιεργείται σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας.  Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι κατά τόπους τιμές του σταφυλιού που είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις καλλιεργημένες εκτάσεις Ασύρτικου στην εκάστοτε περιοχή. Σε αρκετές από αυτές τις περιοχές όμως, υπάρχουν και ιδιόκτητοι αμπελώνες με Ασύρτικο που ίσως αλλοιώνουν το δείγμα της ανάλυσης των τιμών αγοράς που ακολουθεί.

Από το βορρά προς το νότο οι τιμές αγοράς του Ασύρτικου ανά περιοχή το 2016 διαμορφώθηκαν ως εξής:

Δράμα:  0,60€/κιλό

Σέρρες: 0,80 – 1,00 €/κιλό

Βοιωτία (βόρεια) : 0,35- 0,45€/κιλό

Βοιωτία  (Πλαγιές Κιθαιρώνα): 0,32 – 0,45€/κιλό

Μεγαρίδα: 0,50 – 0,55€/κιλό

Κορινθία: 0,40 – 0,50€/κιλό 

Αιγιάλεια: 0,60€/κιλό

Η διαφαινόμενη απόκλιση των τιμών αγοράς σταφυλιών εντός και εκτός Σαντορίνης είναι προφανής, αλλά για την συνολική εικόνα της ποικιλίας πανελλαδικά απαιτείται και μια σύγκριση στις τιμές φιάλης. Μια γρήγορη έρευνα σε ιστοσελίδες εμπορίας κρασιών μπορεί να αναδείξει την διαφορά στη λιανική τιμή ανάμεσα στα Ασύρτικα.

Οι τιμές των φιαλών από την ηπειρωτική Ελλάδα κυμαίνονται από 7 έως 13€ για φρέσκα λευκά, ενώ εκείνα που έχουν ωριμάσει σε δρύινα βαρέλια κυμαίνονται από 12 έως 17€ . Αντίστοιχα, οι φιάλες από την Σαντορίνη κυμαίνονται από 13,5 έως 20€ για τα φρέσκα, ενώ για αυτά που έχουν παραμείνει σε δρύινα βαρέλια κυμαίνονται από 17 έως 32€.

Η διαμόρφωση των παραπάνω τιμών εκφράζει την κατοχυρωμένη υπεροχή της Σαντορίνης έναντι των στεριανών «ανταγωνιστών» της.  Σε αυτό το σημείο θα έπρεπε ίσως το παραπάνω συμπέρασμα να θεωρηθεί ως μη καθοριστικό ως προς τη σημασία του, στο βαθμό που το κρασί της Σαντορίνης δεν φάνηκε ποτέ να κινδυνεύει από τον ηπειρωτικό ανταγωνισμό στα ράφια της λιανικής ή στις λίστες των εστιατορίων.

Οι μοναδικοι κίνδυνοι που θα αντιμετώπιζε η Σαντορίνη είναι από τη μία μεριά η έλλειψη ξεκάθαρης συνολικής στοχοθεσίας του παραγόμενου προϊόντος και από την άλλη μεριά  η νόθευση του με σταφύλια αλλότριας προέλευσης.

Ως προς την στοχοθεσία, η συνολική προσπάθεια των παραγωγών για πολλά χρόνια και οι συνεχείς πειραματισμοί για βελτίωση της ποιότητας αλλά και ανάδειξης των επιμέρους ιδιαιτεροτήτων του νησιού, δείχνουν να έχουν θέσει τις βάσεις  ώστε στο κοντινό μέλλον, τα λευκά κρασιά της Σαντορίνης να μπορέσουν να επιτύχουν τιμές που σήμερα συναντάει κανείς σε παγκοσμίως αναγνωρισμένες Prenium ζώνες. Φαίνεται ότι από το 2014 που είχε γίνει μια πρώτη καταγραφή του διλήμματος της Σαντορίνης ανάμεσα στην Premiumization και στην εγκατάλειψη του «φτηνού» Ασύρτικου σε ασκό ή σε φασόν εμφιαλώσεις, έχουν γίνει βήματα προς την πρώτη κατεύθυνση χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει απορριφθεί πλήρως η δεύτερη.

Πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι, η αναφορά περί νοθείας σαν πρόβλημα της Σαντορίνης ότι στηρίζεται στο χρόνιο προβληματισμό και στον ενδόμυχο φόβο τόσο του γραφόντος όσο και πολλών συνομιλητών του, και όχι σε στοιχεία  που το αποδεικνύουν.  Παρόλα αυτά μπορεί να γίνει μια προληπτική καταγραφή των πιθανοτήτων να πραγματοποιείται νοθεία στο Ασύρτικο. 

Οι τιμές αγοράς σταφυλιού Ασύρτικου εντός και εκτός Σαντορίνης που αναφέρθηκαν, μαζί με τη συνειδητοποίηση  ότι το μέγεθος παραγωγής ανα στρέμμα είναι τουλάχιστον διπλάσιο εκτός Σαντορίνης, εγείρουν ερωτήματα και ρίχνουν βαριά την σκιά της αμφιβολίας. Μια ενδελεχής έρευνα  θα προϋπέθετε την πλήρη καταγραφή των παραγόμενων σταφυλιών στο νησί,  των παραγόμενων φιαλών αλλά και του διακινούμενο σε ασκό κρασί. Ειδικά για το τελευταίο, μετά την εφαρμογή του ΕΦΚ και την εκτίναξη της παράνομης διακίνησης του ασκού, είναι κάτι που ξεπερνάει τις ανάγκες και τις δυνατότητες του παρόντος άρθρου. 

Είναι αναγκαίο να ξεκαθαριστεί ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην εισαγωγή σταφυλιών Ασύρτικου εκτός Σαντορίνης και στην πώληση κρασιού εκτός νησιού σαν ντόπιο. Το πρώτο θα αποτελούσε  νοθεία και απάτη με σκοπό την αύξηση του κέρδους του παραγωγού που θα το έκανε, ενώ το δεύτερο πλήττει άμεσα την συνολική εικόνα του σαντορινιού κρασιού συγχέοντας την προβαλλόμενη εικόνα που παρουσιάζει το brandname: Σαντορίνη – Ασύρτικο. Η πρώτη περίπτωση μπορεί να μην διαστρεβλώνει το μήνυμα που στέλνει το προϊόν στον πελάτη, αλλά στην περίπτωση που όντως γίνεται και αποκαλυφθεί, μπορεί να καταστεί καταστρεπτικό για το σύνολο του ελληνικού κρασιού. Αξίζει να θυμηθούμε περιπτώσεις που σκάνδαλα νοθείας και απάτης αποκαλύφθηκαν και ζημίωσαν καίρια το σύνολο των παραγωγών, όπως το Brunellogate, η δίκη των Chanson Pere & Fils και Bollinger στην Βουργουνδία και το σκάνδαλο των Αυστριακών κρασιών το 1985.

 Όλα τα προηγούμενα προφανώς αποτελούν σενάρια φόβου και ανησυχίας και στόχο έχουν να αναδείξουν πόσο επικίνδυνες μπορούν να γίνουν αυτές οι ατραποί. Η απλή καταγραφή τους από μόνη της θα αποσκοπούσε σε μια κίνηση εντυπωσιασμού αν δεν συνοδεύοταν και από μια πρόταση για την προάσπιση και αποτροπή τέτοιων πιθανών ενδεχομένων.

 Το βασικότερο είναι ότι το παραγόμενο προϊόν της Σαντορίνης είναι κύριο μέλημα των αμπελουργών και των παραγωγών του νησιού.  Αυτοί κυρίαρχα οφείλουν να βρίσκονται σε συνεχή συνεννόηση για τη βελτίωση της ποιότητας αλλά και της εικόνας του brandname Σαντορίνη – Ασύρτικο. Αν οι ίδιοι δεν μπορούν να διαφυλάξουν τα του οίκου τους τότε προφανώς η κερκόπορτα έχει ήδη ανοιχτεί.  Τα συμβούλια ζώνης είναι αναγκαία πλέον πανελλαδικά για κάθε ΠΟΠ προϊόν και η Σαντορίνη σαν η πιο διασημη ζώνη παραγωγής ΠΟΠ οίνων οφείλει να αναλάβει το βάρος της πρωτοπορίας. Μετά την αναφορά στο Brunellogate δεν είναι εύκολο να επικαλεστεί κάποιος την ανάγκη μεταφοράς του ιταλικού μοντέλου συμβουλίων ζώνης. Ίσως το πιο κατάλληλο μοντέλο για να μελετηθεί να είναι το Consejo Regulador της Rioja DOCa, όπου οι  έλεγχοι δεν περιορίζονται μόνο στην παραγωγή αλλά ξεκινούν από την πλήρη καταγραφή των αμπελώνων και της παραγωγής τους και  φτάνουν μέχρι το εμπορικό κομμάτι. Οι έλεγχοι περιλαμβάνουν οργανοληπτική εξέταση με τυφλή δοκιμή του οίνου από τους αμπελουργούς και τα οινοποιεία  και εργαστηριακό έλεγχο των παραγόμενων οίνων .  Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια, η χώρα μας καταφέρνει περισσότερο να γκρεμίζει θεσμούς αντί να τους συστήνει, με συνέπεια κάθε πρόταση προς σύσταση νέων θεσμών να φαντάζει περισσότερο με ευχή για το μακρινό μέλλον. Παρόλα αυτά, αν μια πρόταση αποκτά βαρύτητα συναρτήσει της εφαρμοστικότητας της, τότε ο πιο άμεσος και αποτελεσματικός τρόπος για την Σαντορίνη να διασφαλίσει την ποιότητα και την αυθεντικότητα των οίνων της είναι η καταφυγή στην εφαρμογή του κανονισμού του «Κοινοτικού Οινολογικού Κώδικα» και την  καταχώρηση των δικών της ιδιαίτερων ισοτοπικών δεδομένων στην αντίστοιχη ευρωπαίκη «Κοινή Τράπεζα Ισοτοπικών Δεδομένων». Με αυτό τον τρόπο οι εργαστηριακοί έλεγχοι θα μπορούν να εξακριβώσουν με σταθερό και επαναληψιμο τρόπο την καταγωγή των οίνων  που παραγονται και διακινούνται στο νησί.

Το παρόν άρθρο αποτελεί ίσως το άθροισμα πολλών επιμέρους συζητήσεων ανάμεσα σε ανθρώπους που εμπλεκονται επαγγελματικά με το κρασί από διαφορετικά πόστα, αλλά πάνω από όλα αγαπούν τόσο το ελληνικό κρασί όσο και την μοναδικότητα του. Στην εποχή μας που που η χώρα μας παλεύει με την  κρίση, το ελληνικό κρασί μπορεί να συνεισφέρει τόσο στην ανάπτυξη του τόπου μας όσο και στη βελτίωση της εικόνας της χώρας μας στο εξωτερικό. Η μοναδικότητα της γης μας και η προσπάθεια των ανθρώπων του κρασιού μας θυμίζει ότι μπορούμε και αξίζουμε κάτι καλύτερο από αυτό που ζούμε σήμερα, αλλά απαιτεί επαγρύπνηση και προστασία για να μην γκρεμίσουμε προσπάθειες δεκαετιών στην βάση του εύκολου πλουτισμού.