http://www.krasiagr.com/wp-content/uploads/2017/06/platinum.png

Οι ποικιλιακές συνθέσεις των ελληνικών βραβευμένων κρασιών υπό το πρίσμα δύο διαγωνισμών κρασιού

Με διαφορά λίγων μηνών ανακοινώθηκαν τα βραβεία των διαγωνισμών της Θεσσαλονίκης (Διεθνής Διαγωνισμός Θεσσαλονίκης), αλλά και του περιοδικού Decanter. Αμφότεροι αποτελούν διαγωνισμούς στους οποίους τα ελληνικά κρασιά κερδίζουν αρκετά μετάλλια, ταυτόχρονα όμως πυροδοτούν  και την συζήτηση γύρω από την αποτελεσματικότητα των διαγωνισμών  ή ακόμα και την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων.

Το συγκεκριμένο θέμα αποτελεί σταθερά αγαπημένο «topic» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με τα στρατόπεδα να διαμορφώνονται κάθε φορά γύρω από τις πιο «παράξενες» ή «απρόσμενες»  διακρίσεις.  Αυτό που ίσως η ασφυκτική κατάσταση της αγοράς του κρασιού  δεν επιτρέπει να μελετηθεί, είναι τελικά ποια κρασιά βραβεύονται. Προφανώς, το ζήτημα δεν άφορά ετικέτες ή παραγωγούς, αλλά αντιθέτως την ίδια την ταυτότητα του ελληνικού κρασιού και με ποια κριτήρια καταφέρνει αυτό να διακριθεί στο διαγωνιστικό μέρος τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων.

Πιο συγκεκριμένα, αξίζει να μελετηθούν τα αποτελέσματα των δύο διαγωνισμών όσον αφορά την προτίμηση των κριτών προς τα μονοποικιλιακά (varietal) ή τα πολυποικιλιακά (blends) κρασιά. Υπό αυτό το πρίσμα, η σύγκριση των αποτελεσμάτων των δύο διαγωνισμών μπορεί να λειτουργήσει και σαν σύστημα αναφοράς για το ελληνικό κρασί και τους παραγωγούς.

Στους πίνακες που ακολουθούν παρουσιάζονται τα αποτελέσματα για τις παρακάτω κατηγορίες:

  • Μεγάλο Χρυσό/ Platinum Award
  • Χρυσό / Gold Award
  • Ασημένιο / Silver Award

Στην κατηγορία του Μεγάλου Χρυσού/Platinum Award, φαίνεται ότι τα αποτελέσματα και οι προτιμήσεις των κριτών συμπίπτουν πλήρως όσον αφορά τις χρονιές του 2015 και του 2016, με τη διαφορά ότι στην πρώτη περίπτωση προτίμησαν μονοποικιλιακούς οίνους, ενώ στην δεύτερη πολυποικιλιακούς. Το 2017, φαίνεται ότι τα κρασιά που βραβεύτηκαν με το μεγάλο βραβείο και στους δύο διαγωνισμούς, προέρχονται και από τις δύο κατηγορίες με τους κριτές του Decanter να δείχνουν μια προτίμηση  στα μονοποικιλιακά.

Στην περίπτωση του Χρυσού/Gold Award, τα στοιχεία δείχνουν μια ασυνέπεια ως προς την επαναληψιμότητα των προτιμήσεων από τους κριτές, με τα κρασιά που πήραν μέρος στους διαγωνισμούς το 2016 να παρουσιάζουν μια αντιφατική εικόνα. Αναλυτικότερα, τα βραβεία του Διαγωνισμού Θεσσαλονίκης δείχνουν μια σταθερή προτίμηση των κριτών προς τους μονοποικιλιακούς οίνους, σε σταθερή όμως αναλογία με τους πολυποικιλιακούς. Παρόμοιο συμπέρασμα θα μπορούσε να εξαχθεί και για τους κριτές του DWWA, με εξαίρεση το 2016, με πιο έντονη την προτίμηση τους στους μονοποικιλιακούς οίνους. Η περίπτωση του 2016 είναι ξεχωριστή και απαιτεί πιο βαθιά έρευνα που να περιλαμβάνει τις ετικέτες και τους παραγωγούς που έλαβαν μέρος στο διαγωνισμό. Το γεγονός ότι, οι μονοποικιλιακοί οίνοι που εστάλησαν στην Αγγλία δεν κατάφεραν να κερδίσουν κάποια βαθμολογία που να τους χαρίσει το χρυσό βραβείο ενώ στην Θεσσαλονίκη επικράτησαν, είναι προβληματικό ως προς τα κριτήρια που θέτουν οι δύο διαγωνισμοί με τον έναν από αυτούς να υστερεί. Ποιος όμως;

Η τελευταία κατηγορία είναι αυτή του Ασημένιου/Silver Award τα αποτελέσματα της οποίας οριακά συμπίπτουν, καθώς σε όλες τις εξεταζόμενες χρονιές και θα μπορούσε να γίνει λόγος ακόμα και για ταύτιση αποτελεσμάτων και προτιμήσεων. Οι μονοποικιλιακοί οίνοι δείχνουν να προηγούνται σταθερά και στους δύο διαγωνισμούς, χωρίς περιθώρια αμφισβήτησης.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η σαφής επικράτηση των μονοποικιλιακών οίνων στις προτιμήσεις των κριτών , εντός  και εκτός Ελλάδος, είναι ξεκάθαρη και αναμφισβήτητη. Πιθανότατα, τα αποτελέσματα να βασίζονται στην επιθυμία των κριτών να δοκιμάσουν, να γνωρίσουν και εντέλει να αναγνωρίσουν, ποικιλίες που μπορούν να προσφέρουν ένα ξεκάθαρο αρωματικό και γευστικό προφίλ. Σίγουρα, θα ήταν ενδιαφέρον να μελετηθεί ποιες είναι αυτές οι ποικιλίες που διακρίνονται ως μονοποικιλιακές στους διαγωνισμούς, όπως και το αν είναι αυτόχθονες ή διεθνείς και την αναλογία που προκύπτει μεταξύ τους.

Προβληματισμό δημιουργούν τα αποτελέσματα των διαγωνισμών του 2016, καθώς πρέπει να ερευνηθούν τα κρασιά που συμμετείχαν και στους δύο διαγωνισμούς και έλαβαν τόσο διαφορετικές βαθμολογίες. Επειδή ο διαγωνισμός DWWA κατέχει σίγουρα καλύτερη διεθνή αξιοπιστία, η κριτική επιτροπή του ΔΔΘ θα πρέπει να μελετήσει καλύτερα τις βαθμολογίες που έδωσε στα ελληνικά κρασιά και να εντοπίσει πού μπορεί να οφείλεται η μεγάλη απόκλιση που υπάρχει σε σύγκριση με τον DWWA.

Είναι  σίγουρο ότι για να έρθει σε επαφή το οινικό κοινό – εντός και εκτός συνόρων – με το ελληνικό κρασί, θα πρέπει να εξοικειωθεί αρχικά με τους  μονοποικιλιακούς οίνους, για να γνωρίσει τις ποικιλίες και τις εκφράσεις τους. Οι μονοποικιλιακοί οίνοι σήμερα έχουν παγκοσμίως σαφέστατο προβάδισμα έναντι των αντίστοιχων πολυποικιλιακών στις πρώτες βαθμίδες εισαγωγής( entry levels ).

Είναι δεδομένο ότι οι μονοποικιλιακές ετικέτες του ελληνικού κρασιού είναι αυτές που πετυχαίνουν περισσότερες βραβεύσεις εντός και εκτός Ελλάδος. Όμως, για να παραχθούν αυτές σε ικανές ποσότητες για να γίνουν γνωστές και να καλύψουν κάποιο κομμάτι της αγοράς, απαιτούν κυρίαρχα την μετατροπή του αμπελώνα από κατά παράδοση και κατ’ ανάγκη πολυποικιλιακό σε μονοποικιλιακό. Το φαινόμενο αυτό έχει παρουσιάσει και η Χ. Σπινθηροπούλου σε πρόσφατο άρθρο (Wine Trails Μάρτιος 2017 ) της όπου αναφέρει ότι η εν λόγω μετατροπή έχει αρχίσει μετά το 1970 και τον ορισμό των πρώτων ζωνών ΠΟΠ. Επιπλέον αυτού, είναι ότι και ο στρατηγικός σχεδιασμός του ελληνικού κρασιού στηρίζεται κυρίαρχα σε 4 τοποποικιλίες (ποικιλίες και τόπος προέλευσης).

Όμως, κάποιες από αυτές τις 4 ελληνικές ποικιλίες έχουν αρχίσει, δειλά δειλά προς το παρόν, να  καλλιεργούνται και σε άλλες χώρες που έχουν κατακτήσει ήδη σημαντικό μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς και υπάρχει η πιθανότητα στο εγγύς μέλλον να μπορούν να προωθήσουν καλύτερα τις δικές μας ποικιλίες, μέσα από τα εμπορικά τους δίκτυα.

Από την άλλη πλευρά, ίσως τελικά οι οινοποιοί μας να μην έχουν καταφέρει  -τουλάχιστον στο επίπεδο των βραβευμένων κρασιών- να εκμεταλλευτούν τα πλεονεκτήματα που προσφέρει το χαρμάνιασμα ποικιλιών. Ας μην ξεχνάμε πως, η ανάμιξη ποικιλιών αποσκοπεί στην δημιουργία ενός τελικού μίγματος το οποίο θα είναι καλύτερο από τα επιμέρους του μέρη. Για να συμβεί αυτό, απαιτείται είτε πολύ καλή γνώση των ποικιλιών – τόσο στο αμπέλι όσο και στο οινοποιείο -  που πρόκειται να συμμετέχουν στο χαρμάνι, είτε πίστη ότι μέσω αυτής της διαδικασίας μπορεί να παραχθεί ένα μεγάλο κρασί που θα μπορεί να κερδίζει βραβεία αλλά και την προτίμηση του κοινού.

Ενδεικτικά και εν οίδει σύγκρισης, ακολουθούν τα αντίστοιχα αποτελέσματα του διαγωνισμού The Balkan International Wine Competition που μόλις ανακοίνωσε τα φετινά για το 2017 βραβεία.