Οι επήλυδες του Ελληνικού κρασιού

Με αφορμή τον πρόσφατο εορτασμό της επετείου της 25ης Μαρτίου και της  δημιουργίας του σύγχρονου ελληνικού κράτους, ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόσφατη έρευνα του οργανισμού διαΝΕΟσις και τα πορίσματα της. Με μια πιο αναλυτική ματιά θα μπορούσε να διαφανεί ότι, η εκ γενετής αντίφαση του ελληνικού κόσμου ανάμεσα στους ντόπιους οπλαρχηγούς και τους λόγιους Έλληνες της διασποράς, φαίνεται πώς έμελλε να διατρέχει κάθετα τις τύχες και τις επιλογές του έθνους.

Από την αρχή της ιστορίας του ελληνικού κράτους, οι αντιθέσεις ανάμεσα σε αυτούς που λοξοκοιτούσαν τη Δύση και σε αυτούς που περίμεναν το ξανθό γένος του Βορρά, προκαλούσαν συνεχείς παλινωδίες και εναλλαγές στη διακυβέρνηση  της χώρας από τα αντίστοιχα αλλότρια «εθνικά» κόμματα, που κατεύθυναν την χώρα βάσει  του  «εθνικού» προσανατολισμού τους.

Αυτός ο εθνικός διχασμός ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή -κάποιοι ισχυρίζονται- ότι οφείλεται στο γεγονός ότι σαν έθνος ήρθαμε αργά στον νεωτερισμό. Αυτό αποτυπώνεται και στα αποτελέσματα της προαναφερθείσας έρευνας, σύμφωνα με την οποία, το ποσοστό του αντιευρωπαϊσμού ανάμεσα στους Έλληνες έχει αυξηθεί σημαντικά, επαναφέροντας στην επιφάνεια τον δυισμό όσων στέκονται στο σταυροδρόμι της μοντερνικότητας της Δύσης και της αρχαϊκότητας της Ανατολής.

Προφανώς, το κρασί δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από αυτήν την θεμελιώδη αντίφαση που έχει αποτυπωθεί πια στο DNA μας. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του ελληνικού κράτους -το 1836 συγκεκριμένα- έγιναν προσπάθειες αναδιάρθρωσης της αμπελοκαλλιέργειας  από τον Γρ. Παλαιολόγο. Το 1855 το ελληνικό κράτος έστειλε τους πρώτους τρεις οινολόγους για σπουδές στην Γαλλία -με τον έναν από αυτούς να ειδικεύεται στην παραγωγή αφρωδών οίνων- σε μια προσπάθεια να μεταφερθεί η συσσωρευμένη οινική εμπειρία της Δύσης στην χώρα μας. Η ιστορία όμως τα έφερε αλλιώς, αφού οι Έλληνες αμπελουργοί  στράφηκαν μαζικά στη φύτευση σταφίδας η οποία είχε αυξημένη ζήτηση στην Γαλλία που έχανε τους αμπελώνες της από την φυλλοξήρα.

Χρειάστηκαν η σταφιδική κρίση, η μαζική μετανάστευση προς την Αμερική και η άφιξη του γερμανού Γουσταύου Κλάους στην Αχαϊα, του  εγγλέζου Ερνέστο Τουλ στην Κεφαλονιά και στην Ηλίεια του κοσμοπολίτη Θεόδωρου Μερκούρη, εμπόρου στην Τεργέστη και την Αλεξάνδρεια, για να μπουν τα πρώτα θεμέλια στην παραγωγή ευγενών οίνων στον  ελλάδικό χώρο. Οι τρείς αυτοί επήλυδες, μετέφεραν αυτούσιο το πνεύμα της δυτικοευρωπαΪκής οινοποίησης στην καρδιά της χώρας όπου και ίδρυσαν σύγχρονα οινοποιεία.

Θα περάσουν περίπου εκατό χρόνια, πέντε πόλεμοι (εκ των οποίων οι δύο παγκόσμιοι), η Μικρασιατική καταστροφή, ο εμφύλιος και πολλές πολιτικές αναταραχές για να καταφέρει το ελληνικό κρασί να προλάβει την πρόοδο που συντελούνταν στην Ευρώπη αλλά και στον νέο κόσμο.

Ήταν μετά τη δεκαετία του ‘70 όπου μια σειρά αλλαγών λαμβάνουν χώρα στον κόσμο του κρασιού, με ταχείς ρυθμούς, από την τεχνολογία του κρασιού (ανοξείδωτες δεξαμενές, έλεγχος θερμοκρασίας ζύμωσης) μέχρι και το γούστο των κατανωλωτών, που έχει πλέον αρχίσει αργά αλλά σταθερά να μετατοπίζεται προς τα πιο φρουτώδη και ευκολόπιοτα κρασιά. Η χώρα θα ευτυχήσει να αποκτήσει γρήγορα γνώση των εν λόγω τεχνολογικών καινοτομιών, με μια φουρνιά νέων οινολόγων που επιστρέφουν μετά από σπουδές στο Bordeaux. Οινολόγοι σαν τους Ρούβαλη, Τσέλεπο, Γεροβασιλείου, Σκούρα θα δημιουργήσουν το νέο κύμα του ελληνικού κρασιού και θα αποτελέσουν την πρώτη μαγιά.

Τα χρόνια που ακολούθησαν επηρεάστηκαν έντονα από την επικράτηση του νεοκοσμίτικου στυλ κρασιών με έντονη τη χρήση νέων δρύινων βαρελιών και κρασιά με γεμάτο σώμα. Οι Έλληνες οινοποιοί υιοθέτησαν μαζικά την νεοκοσμίτικη αισθητική στα κρασιά τους, οι εποχές ήταν καλές και το θέμα κόστους δεν φαίνοταν να τους ανησυχεί, καθώς τα εστιατόρια και οι κάβες πλήθαιναν μαζί με τις πωλήσεις. Διεθνείς ποικιλίες λευκές και ερυθρές με έμφαση στις γαλλικές, νέα δρύινα γαλλικά βαρέλια (με αρκετές φιάλες να υπόκεινται σε διπλή ωρίμανση σε τέτοια βαρέλια) και φυσικά επιβλητικά κτήρια οινοποιείων, αυτά ήταν τα κύρια γνωρίσματα των καιρών εκείνων.

Η στροφή προς τα δυτικά πρότυπα συνεχίστηκε με την άφιξη των πρώτων οινοχόων-sommelier, που έκαναν την εμφάνιση τους στα εστιατόρια τη δεκαετία του 90  και με τις πρώτες λίστες κρασιών.  Η ευγενής άμιλλα και ο ανταγωνισμός τους οδήγησε να αναζητούν συνεχώς νέες φιάλες και ξεχωριστές εμφιαλώσεις για να εξοπλίσουν τις κάβες των εστιατορίων που έβρυθαν από ετικέτες. Το 1997 μάλιστα οι πρώτοι από αυτούς σχημάτισαν και την Πανελλήνια Ένωση Οινοχόων και αργότερα ξεκίνησαν το διαγωνισμό για την ανάδειξη του καλύτερου έλληνα οινοχοόυ σε ετήσια βάση.

Οι «αναγκαίοι» ξενόφερτοι θεσμοί συνέχισαν να φτάνουν στην Ελλάδα, μεταφέροντας τη γνώση και την εμπειρία που έχει συγκεντρωθεί στο εμπόριο στο εξωτερικό.  Το 2002 ο πρώτος έλληνας Master of Wine έφτασε στην χώρα για να φέρει μαζί του τον άνεμο της νεωτερικότητας και να σπρώξει την ελληνική οινική βιομηχανία πιο κοντά στις μεγάλες οινικές δυνάμεις της Δύσης.  Η οινική εκπαίδευση των ανθρώπων που στελεχώνουν τον οινικό κλάδο έγινε κατορθωτή χάρη στην ίδρυση σχολών επικεντρωμένων σε αυτό τον τομέα.  Παράλληλα οι ετικέτες από το εξωτερικό πλήθυναν γεωμετρικά για να καλύψουν τη δίψα του κοινού που αναζητά συνεχώς νέες εμπειρίες και γεύσεις.

Έπειτα όμως ήρθε η κρίση και μαζί με αυτήν η ξαφνική αναδίπλωση των Ελλήνων προς την αρχαϊκή τους ρίζα που παραμένει γερά ριζωμένη στην Ανατολή. Το εμφιαλωμένο κρασί φαίνεται ότι φορτώθηκε με όλες τις αμαρτίες των προηγούμενων ετών και εγκαταλείφθηκε έναντι του αγνού και παραδοσιακού «χύμα».  Ίσως η κρίση μαζί με την πολιτική να μετέβαλε  σημαντικά  την στάση των Ελλήνων απέναντι στα δυτικόφερτα «στάνταρντ», που αντιπροσωπεύουν  οι πολιτικοί της Δύσης οι οποίοι « τιμωρούν» τη χώρα μας με συνεχόμενα μνημόνια.

Προς καθησύχαση όλων όσων φοβούνται ένα wine-Grexit και την μόνιμη επικράτηση του ανώνυμου χύμα κρασιού, πρέπει να αναφερθεί ότι το πλήθος των νεαρών οινολόγων που έχουν διασχίσει πολλές φορές τον Ισημερινό κυνηγώντας τους τρύγους και στα δύο ημισφαίρια, διασφαλίζει ότι όλη αυτή η κτηθείσα εμπειρία θα αναζητήσει διεξόδους στις δύσκολες εποχές που διανύουμε σαν χώρα και σαν κλάδος. Αυτό που πολλοί ονόμασαν μόδα των Wine Bars πλέον αποτελεί θεσμό και έχει εξαπλωθεί στις περισσότερες από τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας.  Οι οινοποιοί οργώνουν τις χώρες του εξωτερικού χτίζοντας το brandname: ελληνικό κρασί και ανοίγοντας νέες αγορές. Οίνοι και αμπελουργικές ζώνες , σαν την Σαντορίνη, αποκτούν πλέον παγκόσμια αναγνώριση της ποιότητας αλλά και της μοναδικότητας τους.

Σίγουρα οι Έλληνες αλλά και το ελληνικό κρασί αποτελούμε λαθρεπιβάτες της μοντέρνας εποχής και μάλιστα σε πλήρη σύγχυση πολλές φορές για τον προσανατολισμό μας. Οι βαθιές μας ρίζες στην παράδοση μας εμποδίζουν πολλές φορές να ακολουθήσουμε το βηματισμό που ακολουθούν οι μεγάλες οινικές χώρες αλλά και οι νεότερες που τώρα κάνουν ρεσάλτο στο οινικό κόσμο. Ίσως τελικά δεν έχουμε παρά να εμπιστευτούμε το ίδιο μας το ένστικτο σαν έθνος που αποκρυσταλλώθηκε στην φράση .... «πενία τέχνας κατεργάζεται» και να θυμόμαστε ότι τα δύο πρόσωπα του ελληνικού κρασιου, πηγάζουν από το δυισμό που μας χαρακτηρίζει.