Το οινικό αντάρτικο της Κρήτης

Πολλά μπορούν να γραφτούν για τις ιδιαίτερες ομορφιές και τα πλούτη της Κρήτης, η οποία αποτελεί πιθανότατα τον πρώτο τόπο όπου παράχθηκε κρασί στον Ελλαδικό χώρο.  Με μακρόχρονη ιστορία και με το πλούσιο ανάγλυφο της η Κρήτη διέθετε ιστορικά έναν από τους μεγαλύτερους αμπελώνες πανελλαδικά. Ενδεικτικό του παραπάνω είναι ότι το 3ο κατά σειρά μεγαλύτερο οινοποιείο στην Ελλάδα βρίσκεται έξω από το Ηράκλειο.

 

Κρητών προβλήματα

Όμως η ιστορία και η παράδοση δεν αποτελούν πλέον ασφαλές εχέγγυο για την προστασία του κρητικού αμπελώνα από τα πολυεπίπεδα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Ο κρητικός αμπελώνας χαρακτηρίζονταν παραδοσιακά, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας, από τους μικρούς κλήρους που ήταν προσανατολισμένοι προς την παραγωγή υψηλών αποδόσεων.  Μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο η Κρήτη με τις υψηλές παραγωγές μπορούσε να τροφοδοτεί την βόρεια Ευρώπη με τα δυνατά της κρασιά. Όμως μετά το 1970 η άνοδος του τουρισμού και η κατακόρυφη αύξηση της κατανάλωσης κρασιού στο νησί, συντέλεσε στην ατόνηση των εξαγωγών. Άμεση συνέπεια αυτού ήταν η  εσωστρέφεια  του κρητικού κρασιού για πολύ μακρύτερο χρονικό διάστημα από ότι στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Η Κρήτη λόγω της γεωγραφικής της απομόνωσης σαν νησί και χάρη στην μακραίωνη καλλιέργεια της αμπέλου, αποτελεί μέχρι και σήμερα μια Κιβωτό αρχαίων ντόπιων ποικιλιών, με πολλές από αυτές να κινδυνεύουν με εξαφάνιση, ξεχασμένες σε παρατημένα παλαιά αμπελοχώραφα. Στην εγκατάλειψη πολλών ντόπιων ποικιλιών σίγουρα συνέβαλε και η ο πυρετός της καλλιέργειας των διάσημων γαλλικών ποικιλιών παγκοσμίως, με την Κρήτη σαφώς να μην μένει ανεπηρέαστη  από αυτήν την τάση. Με αποτέλεσμα πολλές από τις νέες φυτεύσεις των προηγούμενων δεκαετιών να αποτελούνται από γαλλικές ποικιλίες και όχι από γηγενείς.

Η γεωγραφική θέση της Κρήτης, στα νότια της χώρας μας, την καθιστά πιο ευάλωτη στην κλιματική αλλαγή, με την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας και την διατάραξη της κατανομής των βροχών να είναι πλέον μέρος της νέας κλιματικής πραγματικότητας. Πολλοί οινοποιοί παρατηρούν σήμερα, ότι ο τρύγος πλέον στην Κρήτη ξεκινά μέχρι και 20 μέρες νωρίτερα από ότι τις προηγούμενες δεκαετίες. Η άρδευση κρίνεται πλέον απαραίτητη για να μπορέσει να εξασφαλιστεί η σωστή ωρίμανση των σταφυλιών, αυξάνοντας το κόστος της καλλιέργειας. Επιπλέον, οι βροχές σε αντίθεση με το παρελθόν που έρχονταν μετά το πέρας του τρύγου, κάνουν συχνά την εμφάνιση τους, τόσο τον Αύγουστο όσο  και το Σεπτέμβρη, προκαλώντας απώλειες. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση οινοποιού ότι η Κρήτη, που είχε συνηθίσει σε μια σταθερή καλλιεργητική περίοδο χρόνο το χρόνο, πλέον διαθέτει και αυτή, καλές (millessimes) και κακές χρονιές.

Τέλος, ένα πρόσθετο πρόβλημα στα παραπάνω είναι η εγκατάλειψη του αμπελιού προς όφελος της ελιάς, με πολλούς αγρότες να προτιμούν αυτήν την πιο «τεμπέλικη» – κατά τους οινοποιούς - καλλιέργεια καθώς η τιμή του λαδιού εξασφαλίζει υψηλό κέρδος με μικρότερα εργατικά κόστη σε σχέση με το κρασί. Ακόμα χειρότερα για τον κρητικό αμπελώνα, πολλά από τα δικαιώματα που κατείχαν οι Κρήτες για την φύτευση αμπελιών έχουν πλέον πωληθεί στη βόρεια Ελλάδα, συρρικνώνοντας την δυνατότητα επανάκαμψης του κρητικού αμπελώνα.

 

Η αντίσταση του αντάρτικου

Στα παραπάνω δυσοίωνα έχει αρχίσει εκ των ενόντων να αναπτύσσεται μια ισχυρή αντίσταση, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως «οινικό αντάρτικο». Η πλούσια παράδοση της Κρήτης φαίνεται ότι διαθέτει ακόμα εφεδρείες για να αντισταθεί στα αλλεπάλληλα χτυπήματα των καιρών και να καταφέρει να χαράξει μια πορεία προς το μέλλον. Από άκρη σε άκρη του νησιού μπορεί κανείς να συναντήσει επίμονους αμπελουργούς που κόντρα στις σειρήνες των καιρών, σκύβουν πάνω από τις γηγενείς ποικιλίες του νησιού με πίστη στις δυνατότητες τους. Έτσι, ποικιλίες όπως το Δαφνί, το Λιάτικο, ο Ταχτσάς, το Ρωμεϊκο, το Πλυτό και το Θραψαθήρι  έχουν πλέον αρχίσει να καλλιεργούνται όλο και μαζικότερα. Ναυαρχίδα βέβαια της αντεπίθεσης των γηγενών ποικιλιών αποτελεί το Βιδιανό, η ντίβα των κρητικών λευκών ποικιλιών.

Οι γηγενείς ποικιλίες δεν θα μπορούσαν από μόνες τους να ανατρέψουν την κατάσταση, αν δεν υπήρχαν πεισματάρηδες οινοποιοί και οινολόγοι που  διατηρούν υψηλά την πίστη τους σε αυτές. Γυρνώντας τα οινοποιεία στο νησί και δοκιμάζοντας τους οινικούς πειραματισμούς,  μπορεί ο καθένας να έρθει σε επαφή με την συνεχή  αναζήτηση των ορίων όλων αυτών των ποικιλιών.  Η πίστη όμως δεν εξαντλείται μόνο στις «εξωτικές» ποικιλίες αλλά και στις πιο «κλασσικές», με τους οινοποιούς να μελετούν συνεχώς τρόπους βελτίωσης ακόμα και για ποικιλίες όπως η Βηλάνα, το Κοτσιφάλι και το Μανδηλάρι. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση των παραπάνω είναι η επιτυχία της νεαρής οινολόγου Ηλιάνας Μαλίχιν, που απομόνωσε αυτόχθονες ζύμες για την ποικιλία Βιδιανό, από έναν υπερήλικα αμπελώνα αυτής της ποικιλίας έξω από το Ρέθυμνο.

Ακόμα και στις διεθνείς ποικιλίες φαίνεται ότι υπάρχει μια σταθερή μετατόπιση του κρητικού αμπελώνα προς τις ποικιλίες του «ζεστού» Ροδανού έναντι του «ψυχρού» Γαρούνα, με ποικιλίες πέρα του Syrah να κάνουν πλέον την εμφάνιση τους, δίνοντας εξαιρετικά αποτελέσματα. Όσο για το Syrah, δείχνει να έχει βρει την δεύτερη πατρίδα του στην Μεσόγειο μετά την νότια Γαλλία, όπου στα χέρια ταλαντούχων οινολόγων  παράγει κρασιά υψηλής ποιότητας.

Μια απαραίτητη υπενθύμιση:

Σήμερα, που πάνω από το 70% του παγκόσμιου αμπελώνα καλλιεργείται με 12 μόλις από τις παραπάνω από 1000 γνωστές ποικιλίες αμπέλου, η επιμονή στις γηγενείς ποικιλίες αποτελεί σίγουρα την βάση πάνω στην οποία θα στηθεί κάθε οινικό αντάρτικο. Είναι γνωστό ότι ένα αντάρτικο για να κερδίσει τον αγώνα του αρκεί μόνο να αντέξει και να μην χάσει.  Ίσως το μόνο που απομένει στο οινικό αντάρτικο της Κρήτης είναι η απαραίτητη όσο ποτέ υιοθέτηση ενός κοινού και ενιαίου βηματισμού από όλο τον κλάδο του κρασιού.

 

Παλιό κρασί είν’ η σκέψη μου

Πάντα μ’αυτή γλεντίζω

Μα ‘ναι φορές που με μεθεί

Και δεν την νταγιαντίζω