ΕΦΚ, υποσχέσεις και μια εικόνα από το μέλλον του ελληνικού κρασιού
Δύο χρόνια έχουν συμπληρωθεί από την εφαρμογή του ΕΦΚ στο κρασί και οι Έλληνες οινοποιοί ακόμα παλεύουν ανάμεσα στην φορολογική αφαίμαξη και τις συνεχόμενες -και κούφιες έως τώρα- υποσχέσεις της κυβέρνησης για κατάργηση του. Ο ΕΦΚ δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι αποτελεί την ρίζα των προβλημάτων του οινικού κλάδου, αλλά δεν γίνεται να μην γίνεται αντιληπτό ότι επιδεινώνει την ήδη άσχημη οικονομική κατάσταση.
Η μηνιαία καταβολή του φόρου στερεί με σταθερό ρυθμό τη ρευστότητα από μια αγορά που παραδοσιακά υπέφερε από την έλλειψη μετρητών. Το άμεσο αποτέλεσμα είναι ότι τα οινοποιεία αναγκάζονται να αναπροσαρμοστούν σε ένα περιβάλλον οικονομικής ασφυξίας. Η αδυναμία του φόρου να συλλάβει την ιδιαίτερη διάρθρωση του αμπελοοινικού κλάδου είναι χαρακτηριστική, καθώς είναι ένα κλάδος που ξεκινά με αρκετό κεφάλαιο δεσμευμένο εξαρχής. Το αμπέλι, που απαιτεί 4-5 χρόνια για να δώσει καρπό, όπως και μια φιάλη που έχει ωριμάσει σε βαρέλια και έχει παλαιώσει στη φιάλη, αποτελούν δεσμευμένο κεφάλαιο που παραμένει φυλαγμένο σε κελάρια.
Το πιο βίαιο πλήγμα του φόρου όμως έχει «πέσει» στο καθημερινό κρασί, αυτό που καταναλώνεται σαν καθημερινή απόλαυση και συνήθεια. Το ύψος του φόρου είναι πιο υψηλό σε αυτήν την κατηγορία και μπορεί να αγγίζει ως και το 16% στις πολύ φτηνές φιάλες ή ακόμα και το 40% στο κρασί που διακινείται μαζικώς.
Αυτή η συνθήκη δημιουργεί δύο βασικές παρενέργειες που πιθανότατα να επικαθορίσουν το μέλλον. Από την μία, στο βαθμό που η αγορά -λόγω χαμηλού εισοδήματος γενικότερα- θα απαιτεί καλύτερη τιμή στο καθημερινό κρασί, τα οινοποιεία θα πρέπει να ρίξουν την ποιότητα του για να μειώσουν το κόστος τους προσπαθώντας να παραμείνουν ανταγωνιστικοί. Από την άλλη, τα οινοποιεία που δεν μπορούν να αποφύγουν τον έλεγχο -γιατί επιλέγουν την νομιμότητα- αντιμετωπίζουν ανέντιμο ανταγωνισμό από αυτά που έχουν επιλέξει να κινηθούν παράνομα.
Αντί για κρασί τι;
Η ποιότητα του κρασιού λοιπόν φαίνεται να έχει καταδικαστεί σε ένα καθοδικό σπιράλ χωρίς τέρμα, με άμεση συνέπεια την απομάκρυνση των καταναλωτών από το κρασί και την αναζήτηση διαφορετικού ποτού. Αν στην παραπάνω υπόθεση προστεθούν και οι υψηλοί φόροι στα αλκοολούχα ποτά, τότε εγείρονται ερωτήματα κατά πόσο το κράτος ωθεί τους καταναλωτές στο χύμα τσίπουρο και τσικουδιά.
Τα παραπάνω προϊόντα μπορεί να φέρονται ως παραδοσιακά και σπιτικά αλλά στο βαθμό που δεν υπόκεινται σε ελέγχους και αναλύσεις είναι επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία. Η οικειότητα του καταναλωτικού κοινού με αυτού του είδους τα ποτά καθιστά την νόθευση τους ακόμα πιο εύκολη, καθώς -σε αντίθεση με τις νοθευμένες φιάλες γνωστών σκληρών ποτών- δεν αντιμετωπίζονται με επιφυλακτικότητα. Τα φαινόμενα μαζικών δηλητηριάσεων από κατανάλωση ακατάλληλων οινοπνευματωδών ποτών που συμβαίνουν συχνά σε χώρες όπως η Τουρκία, αποτελούν εικόνα από το μέλλον αν τα παραπάνω ισχύσουν.
Είναι στενάχωρο να αναλογίζεται κανείς ότι εν έτει 2018 το μέλλον του ελληνικού κρασιού αντί να κοιτάει μπροστά, λοξοκοιτάει έντονα προς τα πίσω. Από την μία πλευρά, η διακίνηση του κρασιού αντί της νομιμότητας να μεταπίπτει στα πειρατικά πορτμπαγκάζ, θυμίζοντας όλο και πιο έντονα τους λαθρέμπορους των μυθιστορημάτων του Θεοτόκη μετά την χρεοκοπία του Χ. Τρικούπη. Από την άλλη, το κράτος να ακολουθεί την αντίστροφη πορεία από αυτήν που ακολούθησε το αγγλικό κράτος πριν 150 χρόνια, όταν ο Gladstone σαν υπουργός οικονομικών εισηγήθηκε την μείωση των φόρων στο εισαγόμενο κρασί, ώστε αυτό να καταστεί πιο προσιτό στο σύνολο των πολιτών. Ας θυμηθούμε ότι αυτό συνέβη σε μια εποχή όπου η κατανάλωση ανεξέλεγκτων οινοπνευματωδών(τζίν της μπανιέρας) είχε δημιουργήσει τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα.