Για την τιμή της Μαλαγουζιάς
Το παρόν κείμενο αποτελεί περισσότερο μια πρόχειρη έρευνα της αγοράς παρά μια προσπάθεια αποκατάστασης της χαμένης τιμής της διάσημότερης ελληνικής λευκής ποικιλίας. Η Μαλαγουζιά έχει καταφέρει με τις χάρες της και με τις προσπάθειες των Ελλήνων παραγωγών να αποτελεί μια από τις σταθερότερες επιλογές των ελλήνων και όχι μόνο καταναλωτών. Πόσο όμως στοιχίζει η αγορά μια φιάλης Μαλαγουζιάς από το κοντινότερο ράφι;
Η μέθοδος
Τα δείγματα της πρόχειρης έρευνας έφτασαν τις 95 ετικέτες, με τις τιμές να έχουν αλιευτεί κατά πλειοψηφία από τις λίστες εταιρειών εμπορίας και διακίνησης κρασιού. Για τις υπόλοιπες έγινε προσπάθεια να διασταυρωθούν μέσα από την τιμή πώλησης στο internet σε περισσότερα του ενός sites ηλεκτρονικών καταστημάτων. Οι 95 αυτές ετικέτες δεν αποτελούν μονοποικιλιακές εκφράσεις της ποικιλίας αλλά και χαρμάνια που αυτή συμμετέχει.
Ας δούμε τα νούμερα
Το εύρος των τιμών που βρέθηκε αγγίζει τα 30€, ξεκινώντας από τα 6€ φτάνοντας μέχρι και τα 36€ για φιάλη των 750ml. Ο Μέσος Όρος τιμής πώλησης στο ράφι των δειγμάτων αγγίζει τα 12€.
Από τις 95 ετικέτες το 31% κοστίζει λιγότερο από 10€ (low price), ενώ η τιμή της συντριπτικής πλειοψηφίας τους, 63%, κυμαίνεται στο ράφι στα 10-20€ (mid-price). Το ποσοστό των ετικετών που πωλούνται σε τιμή άνω των 20€ (high-price) αγγίζει μετά βίας το 6%.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η γεωγραφική κατανομή των ετικετών. Με την Βόρεια Ελλάδα να διατηρεί το προβάδισμα με 55% των ετικετών, με τον κύριο όγκο αυτών στην Μακεδονία. Ακολουθεί η Πελοπόννησος κι έπειτα η Στερεά Ελλάδα , καθώς η Αττική έχει καταγραφεί ξεχωριστά. Για τις παραπάνω γεωγραφικές περιοχές ο μέσος όρος αξίας μιας φιάλης που προκύπτει είναι Αττική 10,4€, Ήπειρος-Θεσσαλία 12,5€, Θράκη 16,7€, Μακεδονία 12,4€ , Πελοπόννησος 10€ και Στερεά Ελλάδα 10,2€.
Ένα ενδιαφέρον στατιστικό αποτέλεσμα που προκύπτει από την παρατήρηση των δειγμάτων είναι ότι οι Έλληνες αμπελουργοί δεν επιλέγουν την βιολογική καλλιέργεια στην περίπτωση της Μαλαγουζιάς. Καθώς το 73% των δειγμάτων δεν είναι πιστοποιημένα βιολογικά και προτιμούν την συμβατική καλλιέργεια. Οι μέσοι όροι τιμών που προκύπτουν είναι 13,7€ για τα βιολογικά κρασιά και 11,4€ συμβατικά.
Εξίσου συντριπτικό είναι και το ποσοστό των φρέσκων ( ζύμωση σε δεξαμενή) κρασιών έναντι των εναλλακτικών τρόπων οινοποίησης. Αγγίζοντας το 77%, με τις περιπτώσεις που πέρασαν από δρύινο βαρέλι να φτάνουν μετά βίας το 17%. Τα αφρώδη και τα κρασιά που ζύμωσαν σε αμφορέα είναι μόλις 3% και 2%. Οι αντίστοιχοι μέσοι όροι των τιμών είναι 11,7€ για τα φρέσκα λευκά, 14,1€ για αυτά που παρέμειναν σε βαρέλι, για τα αφρώδη 18,9€ και τέλος για αυτά που πέρασαν από αμφορέα 28,5€.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
Τα νούμερα και οι στατιστικές δεν μπορούν παρά να αποτυπώσουν μόνο ένα μέρος της πραγματικότητας που πραγματεύονται. Αλλά ακόμα και έτσι, κάποια συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν από την παραπάνω έρευνα παρά την προχειρότητα της. Έτσι φαίνεται ξεκάθαρα ότι η Βόρεια αλλά και η Κεντρική Ελλάδα αποτελούν τον κύριο κορμό εξάπλωσης της καλλιέργειας της ποικιλίας. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η Μαλαγουζιά κάλυψε το κενό μιας έντονα αρωματικής και ελληνικής λευκής ποικιλίας σε αυτές τις περιοχές, με το δεδομένο ότι μεγάλο μέρος των αμπελώνων σε αυτές στήθηκαν από την αρχή. Πράγμα που θα δικαιολογούσε το γεγονός ότι στην βόρεια Ελλάδα οι παραγωγοί έχουν πετύχει υψηλότερο μέσο όρο τιμής σε σχέση με την νότια.
Πέρα από την γεωγραφία η πλειοψηφία των ετικετών που συγκρίθηκαν στριμώχνονται στην mid-price σε ποσοστό άνω του 60%, με την low-pice να ακολουθεί με λίγο περισσότερο από 30% και την high-price και Premium ( >30€) να αγγίζουν το 4% και 2% αντίστοιχα. Τα συγκεκριμένα νούμερα πιστοποιούν ότι οι παραγωγοί έχουν όλα αυτά τα χρόνια καταφέρει να επιτύχουν ένα επίπεδο ποιότητας που να μπορεί να διεκδικεί άνετα την θέση του στην mid-price κατηγορία. Από την άλλη πλευρά όμως το εύρος των τιμών δείχνει ότι υπάρχουν παραγωγοί που προσπαθούν να διεκδικήσουν μια υψηλότερη τιμή παράγοντας πιο ιδιαίτερα κρασιά, την ίδια στιγμή που κάποιοι άλλοι προσπαθούν είτε να εισέλθουν στην αγορά με χαμηλότερη τιμή ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα είτε την επιλέγουν στρατηγικά θολώνοντας την εικόνα την ποικιλίας.
Ένα τελευταίο στοιχείο που μέχρι τώρα στο κείμενο δεν έχει αναπτυχθεί είναι η διαφοροποίηση στην τιμή ανάμεσα στις μονοποικιλιακές εκφράσεις της ποικιλίας και τα χαρμάνια της. Οι μονοποικιλιακές ετικέτες αποτελούν το 43,6% του δείγματος ενώ τα χαρμάνια της το 56,7%, όμως περισσότερο ενδιαφέρον έχει η διαφοροποίηση στον μέσο όρο τιμής της κάθε κατηγορίας. Με την μονοποικιλιακή έκφραση να καρπώνεται με διαφορά την εικόνα που η ποικιλία έχει κατοχυρώσει στο καταναλωτικό κοινό με 13,7€ όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος των ετικετών που συμμετέχει σαν χαρμάνι αγγίζει το 10,6€.
Τα παραπάνω δεδομένα μπορεί να βοηθήσουν όσους παραγωγούς και εμπόρους αναζητούν να εισέλθουν στον ανταγωνισμό με μία ετικέτα Μαλαγουζιάς, ή με κάποιο χαρμάνι της. Αλλά το πιο ενδιαφέρον θα ήταν να μπορέσουν να αποτελέσουν την βάση για μια πιο περίπλοκη συζήτηση που συχνά «ταλαιπωρεί» το χώρο του κρασιού. Το ευαίσθητο θέμα της σχέσης ποιότητας-τιμής.
Κώστας Προβατάς Dip WSET