Μια συνέντευξη με την Julia Harding MW
Η συνέντευξη έγινε στα πλαίσια της παρουσίας της Julia Harding MW στην ετήσια έκθεση κρασιών του ΣΜΟΕ στην Αθήνα.
- Julia, ήσασταν προσκεκλημένη στην ετήσια οινική έκθεση του Συνδέσμου Μικρών Οινοποιών Ελλάδος, όπου είχατε την ευκαιρία να δοκιμάσετε κρασιά από όλη τη χώρα. Βλέποντάς σας να δοκιμάζετε, εντυπωσιάσατε με την αποφασιστικότητα και αφοσίωσή σας. Ως κάποιος που πέρασε δύο μέρες δουλεύοντας δίπλα σας, οφείλω να ομολογήσω ότι με συνεπήρε ο ζήλος σας να αποκτήσετε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες, δίνοντας βάση στη λεπτομέρεια. Με εξέπληξε ιδιαίτερα το γεγονός, ότι μία έμπειρη MW με κάποια από τα πιο σημαντικά βιβλία στο χώρο του κρασιού στο συγγραφικό της βιογραφικό, έκανε επίμονα ερωτήσεις αντί να υπαγορεύει. Μετά από τόσα χρόνια στη βιομηχανία του κρασιού, ποια είναι η κινητήρια δύναμη στο κυνήγι σας για γνώση;
- Είπατε ότι δεν ήταν η πρώτη σας επίσκεψη στην Ελλάδα ούτε η πρώτη φορά που δοκιμάσατε ελληνικά κρασιά. Θυμάστε ποιο ήταν το πρώτο ελληνικό κρασί που δοκιμάσατε;
JH: Νομίζω πως ήταν ένα Μοσχοφίλερο που αγόρασα από την Oddbins τη δεκαετία του ‘90. Ο τότε αγοραστής της Oddbins, Steve Daniel, ήταν από τους πρώτους που είδαν σοβαρά το ελληνικό κρασί και το παρουσίασαν στους Βρετανούς οινόφιλους. Δεν συγκράτησα τον οινοποιό αλλά θυμάμαι ότι ήταν υπέροχα αρωματικό και φρέσκο, και πολύ διαφορετικό από ότι είχα δοκιμάσει μέχρι τότε.
- Τι πιστεύετε ότι έχει αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια στα ελληνικά κρασιά; Έχουν εξελιχθεί; και αν ναι, πώς;
JH: Αυτό είναι μεγάλο θέμα. Θα έλεγα πως σήμερα υπάρχει πολύ περισσότερος σεβασμός στις γηγενείς ποικιλίες της Ελλάδας (και μικρότερο ενδιαφέρον για διεθνείς ποικιλίες ή συνδυασμούς διεθνών και γηγενών ποικιλιών) καθώς και επιθυμία για την αναβίωση κάποιων σχεδόν εξαφανισμένων ποικιλιών. Επίσης, υπάρχει μεγάλη βελτίωση στο κομμάτι της ποιότητας και συνέπειας, με περισσότερη εστίαση στη δουλειά στο αμπέλι και στην παραγωγή οίνων με ισορροπημένο και φρέσκο προφίλ. Οι αμπελουργοί εφαρμόζουν τις βέλτιστες πρακτικές για τον τόπο τους με ποικιλίες που ευδοκιμούν στον τόπο αυτό. Χαίρομαι ιδιαίτερα και για τους πειραματισμούς με διάφορες πρακτικές όπως η επαφή με τις φλούδες, η χρήση ολόκληρων τσαμπιών και η ζύμωση και παλαίωση σε δοχεία από διαφορετικά υλικά.
- Και τώρα μια δύσκολη ερώτηση: Πώς θα θέλατε να κινηθούν οι Έλληνες οινοποιοί τα επόμενα χρόνια;
JH: Θα ήθελα να δω τις τάσεις που προανέφερα να εξελίσσονται περαιτέρω και περισσότερους οινοποιούς να ακολουθούν τους πρωτοπόρους. Θεωρώ πως τα λευκά κρασιά έχουν βελτιωθεί περισσότερο από τα κόκκινα. Κάποιοι παραγωγοί τρυγούν πολύ αργά, παρεμβαίνουν σε μεγάλο βαθμό στο οινοποιείο (π.χ. έντονη εκχύλιση) και κάνουν υπερβολική χρήση βαρελιού. Ο καθυστερημένος τρύγος είναι κατά τη γνώμη μου το πιο σοβαρό πρόβλημα από αυτά, καθώς καταστρέφει τη δουλειά όλου του χρόνου. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που ονομάζω «νεκρό φρούτο» ενώ δεν υπάρχει τρόπος να ανακτηθεί η φρεσκάδα και το δυναμικό των σταφυλιών. Καταλαβαίνω πως η κλιματική αλλαγή δυσκολεύει την κατάσταση, ειδικά στην περίπτωση ποικιλιών με σύντομο βλαστικό κύκλο.
- Julia, όπως είπαμε και στην αρχή, ήσασταν προσκεκλημένη στην ετήσια οινική έκθεση του Συνδέσμου Μικρών Οινοποιών Ελλάδος. Τα οινοποιεία που γνωρίσατε είναι κυρίως οικογενειακές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται τόσο στο αμπέλι, όσο και στο οινοποιείο καθ' όλη τη διάρκεια του έτους. Για να είναι κανείς μέλος του Συνδέσμου, σημαίνει ότι η ετήσια παραγωγή είναι από ελάχιστη ως μικρή.Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το μέλλον αυτού του τμήματος του αμπελοοινικού κλάδου; Θα ήθελα επίσης να ακούσω τις σκέψεις σας σχετικά με την κατεύθυνση που πιστεύετε ότι θα πρέπει να ακολουθήσουν αυτά τα οινοποιεία για να παραμείνουν στο παιχνίδι.
JH: Δεν είμαι ούτε αγοραστής οίνου ούτε αντιπρόσωπος πωλήσεων/εισαγωγέας, οπότε δεν είμαι ειδική σε θέματα προώθησης και πώλησης κρασιού ως μικρός παραγωγός. Όσον αφορά τις εξαγωγές οίνου, ξέρω πως είναι ιδιαίτερα σημαντική η εύρεση κατάλληλων συνεργατών στο εξωτερικό. Τόσο στη Μεγάλη Βρετανία όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχουν εισαγωγείς με πάθος για το ελληνικό κρασί, οι οποίοι ψάχνουν συνεργασίες με μικρούς παραγωγούς που προσφέρουν ιδιαίτερα και ποιοτικά κρασιά. Ένα ακόμα σημαντικό σημείο είναι να μην αντιγράφουν κάποιον άλλον, αλλά να δοκιμάζουν κρασιά από όλον τον κόσμο εκτός της περιοχής/χώρας τους, ώστε να μπορούν να τοποθετήσουν τα κρασιά τους σε σχέση με τα κρασιά που είναι αναγνωρισμένα σε άλλες χώρες. Το ζητούμενο δεν είναι να δημιουργήσουν παρόμοια κρασιά, αλλά να κατανοήσουν τα ποιοτικά κριτήρια που χαρακτηρίζουν τα καλά κρασιά από όπου και αν προέρχονται. Όσο περισσότερο δοκιμάζει κανείς, τόσο λιγότερο κινδυνεύει από το φαινόμενο του «cellar palate», όταν δηλαδή ο ουρανίσκος συνηθίζει στο τοπικό στιλ κρασιού και δεν μπορεί να αντιληφθεί τυχόν λάθη και ελλείψεις.
- Τελευταία ερώτηση: θα ήθελα να μοιραστείτε με τους αναγνώστες μας ποιες γηγενείς ελληνικές ποικιλίες τράβηξαν την προσοχή σας αυτές τις δυο μέρες στην Αθήνα.
JH: Τα τελευταία χρόνια έχω ερωτευθεί το Σαββατιανό σε όλες του τις μορφές, συμπεριλαμβανομένης της ρετσίνας, οπότε ήμουν ιδιαίτερα χαρούμενη που δοκίμασα ακόμα περισσότερες ετικέτες. Πάντα με ενδιαφέρει να δοκιμάζω κρασιά από Λημνιώνα καθώς νιώθω ότι δεν την έχω κατανοήσει πλήρως - φαίνεται να υπάρχουν πολλά διαφορετικά στιλ. Το ίδιο ισχύει και για τη Ρομπόλα. Απόλαυσα επίσης κάποιες ποικιλίες, με τις οποίες είμαι λιγότερο εξοικειωμένη, όπως το Βραδιανό, το Βοστιλίδι και το Μούχταρο, και ενθουσιάστηκα με τα σχέδια της οινοποιίας Βρηνιώτη στην Εύβοια να φυτέψει στο κοντινό μέλλον κάποιες παλιές ποικιλίες. Για να είμαι ειλικρινής, μου αρέσει να δοκιμάζω όλες της ελληνικές γηγενείς ποικιλίες, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που γνωρίζω (Ασύρτικο, Ξινόμαυρο, Αγιωργίτικο, Βιδιανό, κλπ.), καθώς είναι όλες τους ξεχωριστές και πολύ διαφορετικές από τις ευρέως καλλιεργημένες διεθνείς ποικιλίες.