Οι άγριες μέλισσες του DRC και οι Ιαπωνέζοι
Όλα συνέβησαν απότομα το 1992, την χρονιά που η δικαίως αποκαλούμενη βασίλισσα της Βουργουνδίας Lalou Leroy, συνιδιοκτήτρια του ξακουστού Domaine de la Romanée - Conti, εκδιώκεται από το διάσημο κτήμα.
Η ίδια κάτοχος του 25% του κτήματος βρέθηκε απέναντι από την αδερφή της Pauline Roch - Leroy, κάτοχο του 25% και του Aubert de Villaine, κάτοχο του 50%, ύστερα από το εμπορικό φιάσκο που σημειώθηκε στις ΗΠΑ με τα κρασιά του κτήματος.
Μέσω της σύμπραξης των de Villaine και Roch - Leroy αποφασίστηκε η αποπομπή της Lalou Leroy αλλά και η αναστολή της συνεργασίας του DRC με το Maison Leroy, το οποίο διηύθυνε η Lalou Leroy, και είχε αναλάβει για σχεδόν 50 χρόνια την αποκλειστική εμπορία των κρασιών του κτήματος. Η είδηση ταρακούνησε συθέμελα τον οινικό κόσμο, καθότι η Lalou ήταν το πρόσωπο πίσω από την οινοποίηση των κρασιών του κτήματος και αυτή που από το 1974 και έπειτα έθεσε τις βάσεις για την ανάδειξη του κτήματος σε ένα από τα πιο εμβληματικά της Βουργουνδίας.
Οι Γιαπωνέζοι τορπιλίζουν την εμπορική πολιτική του DRC
Η Lalou Leroy μέσα από τον εμπορικό βραχίονα του Maison Leroy είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερη εμπορική πολιτική διάθεσης των κρασιών του DRC. Για να αγοράσει κάποιος μια φιάλη από το ξακουστό και σπάνιο αμπελοτόπι Romanée - Conti, έπρεπε να αγοράσει άλλες 11 από τα υπόλοιπα αμπελοτόπια του κτήματος. Έτσι για κάθε μια φιάλη Romanée - Conti κάθε αγοραστής αναγκαστικά πλήρωνε και 2 φιάλες Romanée - St.Vivant, 3 φιάλες La Tache, 3 φιάλες Richebourg, 2 φιάλες Grand Echezeaux και 2 φιάλες Echezeaux. Για πολλά χρόνια αυτή η πολιτική εξασφάλιζε την ομοιόμορφη πώληση των φιαλών του DRC από όλα τα αμπελοτόπια, τα σπουδαία αλλά και λιγότερο προνομιούχα.
Όλα αυτά μέχρι το 1992 που οι Ιάπωνες καταναλωτές αποφάσισαν να αγοράσουν την εσοδεία του 1988. Οι Ιάπωνες πελάτες, όψιμα ενδιαφερόμενοι για τα fine wines, δεν ενδιαφέρονταν για τίποτα άλλο πέρα από την κορωνίδα των κρασιών του κτήματος, το ξακουστό Romanée - Conti. Οπότε ακολουθώντας την πολιτική που είχε επιβάλλει η Lalou αγόραζαν όλη τη 12άδα όπως όριζε το κτήμα. Όμως οι Ιάπωνες αδιαφορώντας για τις υπόλοιπες ετικέτες τις εκποιούσαν σε τιμές κάτω του κόστους αγοράς. Οι φιάλες αυτές αγορασμένες φτηνά κατόρθωσαν να βρουν το δρόμο τους μέχρι τις ΗΠΑ. Εκεί πουλήθηκαν σε τιμές χαμηλότερες από ότι τις πουλούσαν οι επίσημοι εισαγωγείς του DRC.
Το αποτέλεσμα ήταν οι εισαγωγείς στις ΗΠΑ να ξεσηκωθούν και να απειλήσουν με μηνύσεις το DRC για ανέντιμη εμπορική πολιτική. Το φιάσκο, όπως το χαρακτήρισε η Jancis Robinson, αναμόχλευσε τις αντιθέσεις που υπήρχαν στους κόλπους τους κτήματος ανάμεσα στον de Villaine και τις αδερφές Leroy. Η Lalou ήδη από το 1976 το « κρατούσε μανιάτικο » στον συνέταιρο της, που αυτός ενεπλάκη ενεργά στο Judgment of Paris. Με τα χρόνια βρέθηκε να τον κατηγορεί για αδιαφορία ως προς την διατήρηση των υψηλών ποιοτικών standards που εκείνη είχε θέσει ως στόχο για το κτήμα. Σύμφωνα με την ίδια ο de Villaine δεν δίσταζε να « αρμέγει » ( ή να απομυζά ) το κτήμα για να μεγιστοποιήσει το κέρδος του αδιαφορώντας για την διατήρηση του prestige που αυτό κατείχε.
Η Ιαπωνική σανίδα σωτηρίας
Φαίνεται ότι οι Γιαπωνέζοι καταναλωτές αποτέλεσαν τη Νέμεση για την Lalou, καθώς το 1988 αυτή είχε ήδη πουλήσει το 1/3 του Maison de Leroy στον Ιάπωνα Takashimaya, ιδιοκτήτη καταστημάτων με είδη πολυτελείας. Με τα χρήματα που έλαβε προχώρησε στην αγορά του Domaine Noellat στο Vosne - Romanée, στον ίδιο χωριό με το DRC, το οποίο και μετονόμασε σε Domaine Leroy. Σκοπός της ήταν να ξεδιπλώσει απερίσπαστη και χωρίς εμπόδια την δική της οινική φιλοσοφία ( άραγε στα γαλλικά υπάρχει αντίστοιχη έκφραση του μοναχός σου χόρευε και όσο θέλεις πήδα;; ).
Το Domaine Leroy από την πρώτη στιγμή στράφηκε στην βιοδυναμική καλλιέργεια, σήμερα μπορεί αυτή η προσέγγιση να έχει φορεθεί πολύ στην Βουργουνδία και στην Γαλλία γενικότερα αλλά τότε ήταν σχεδόν εξωτική. Η Lalou πήγε κόντρα στο ρεύμα της εποχής της, με περίσσιο θάρρος και αποφασιστικότητα, όταν η πλειοψηφία των αμπελουργών και παραγωγών της Βουργουνδίας επέλεγε τους πιο παραγωγικούς κλώνους της ποικιλίας Pinot Noir και χρησιμοποιούσε αφειδώς τα λιπάσματα. Η ίδια υποστήριζε τότε ότι λόγω των υψηλών αποδόσεων η Βουργουνδία είχε χάσει τότε την πυκνότητα της γεύσης και την πλούσια υφή των ερυθρών κρασιών της.
Αυτό που σίγουρα κάνει την Lalou μια από τις πιο εμπνευσμένες οινοποιούς της Βουργουνδίας είναι η επιμονή της στις χαμηλές αποδόσεις και στα κόκκινα κρασιά που διακρίνονται για την πυκνότητα τους. Η ίδια πολλές φορές αστειευόμενη ισχυρίζεται ότι κάθε φιάλη κρασιού της απαιτεί και μια φιάλη νερό για να την αραιώσει. Στο αμπέλι έχει αναπτύξει μια ιδιαίτερη τεχνική κλαδέματος βάσει της οποίας δεν προχωράει στο τριμάρισμα των κορυφών του αμπελιού, αλλά αντιθέτως τις « κατσαρώνει » προς τα κάτω έτσι ώστε το αμπέλι να χάσει την ορμή του. Το οπτικό αποτέλεσμα είναι αμπέλια που δεν μοιάζουν με κανένα από τα γειτονικά τους κτήματα και διαθέτουν τη μορφή της « μέδουσας » όπως συνηθίζουν να τα χαρακτηρίζουν οι ντόπιοι.
Ίσως μια από τις πιο αντιφατικές πλευρές της Lalou είναι η χρήση της τεχνολογίας στο αμπέλι που για πολλούς δεν συνάδει με τις αρχές της βιοδυναμικής. Από τον καταστρεπτικό τρύγο του 1993, αποφάσισε να πάρει ένα ελικόπτερο για να ψεκάζει τους αμπελώνες της με τα κατάλληλα βιοδυναμικά σκευάσματα. Πρόσφατα αποφάσισε να προμηθευτεί ειδικά τρακτέρ προς αντικατάσταση των αλόγων για το όργωμα. Ο λόγος ήταν ότι τα νέα γενιάς τρακτέρ είναι ελαφρύτερα από ότι ένα άλογο. Κι επίσης είναι άμεσα διαθέσιμα όποτε τα χρειαστεί σε αντίθεση με τους αλογατάδες.
Ένα μικρό βιογραφικό
Η Lalou Bizes-Leroy είναι αναμφισβήτητα μιας από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της Βουργουνδίας τόσο σε οινολογικό επίπεδο όσο και προσωπικό. Παραμένει μέχρι και σήμερα φίλη της αναρρίχησης και μια από τις καλύτερες αθλήτριες που πέρασαν από το άθλημα στην Γαλλία. Η Lalou εισήλθε στο χώρο του κρασιού το 1955 σε ηλικία 23 ετών, όταν και ο πατέρας της Henri Leroy την έβαλε στην εταιρεία negociant Maison Leroy που κατείχε.
Πολλοί πιστεύουν ότι η ικανότητα της στην γευσιγνωσία ήταν αυτή που τη βοήθησε καταλυτικά στο να διαπρέψει στην καριέρα της. Με την βοήθεια του πατέρα της κατάφερε, μέσα από τις συνεχείς δοκιμές, να μπορεί να αναγνωρίζει το terroir της Βουργουνδίας σε κάθε κρασί που της προσφέρονταν. Χάρη σε αυτή της την ικανότητα ήταν σε θέση να αναγνωρίζει τις δυνατότητες του κάθε κρασιού και με την ιδιαίτερη τεχνική της στο elevage να το αναδεικνύει.
Μια από τις πιο ενδεικτικές πλευρές του χαρακτήρα της Lalou, είναι ότι η ίδια μετά την αποπομπή της από το DRC, δεν ξαναπάτησε ποτέ σε αυτό. Παρόλο που η κόρη της σήμερα εργάζεται κανονικά σε αυτό. Η Lalou βάλθηκε να αποδείξει σε όλο τον κόσμο τις ικανότητες της θέτοντας ως στόχο να παράγει στο Domaine Leroy κρασιά εφάμιλλα της ποιότητας αυτών του DRC, που να πωλούνται σε επίσης αστρονομικές τιμές. Τα υπόλοιπα είναι ακόμα… ιστορία εν τη γενέσει.
Κώστας Προβατάς Dip WSET