Η Νέα Ζηλανδία, το Sauvignon Blanc και το σύνδρομο του CaptainTasman(X2)
Στις 4 Μαϊου 2018 εορτάστηκε όπως κάθε χρόνο την πρώτη Παρασκευή του Μαΐου, η παγκόσμια μέρα του Sauvignon Blanc που φέτος συνέπεσε με την παγκόσμια μέρα StarWars. Μπορεί η ποικιλία αυτή να έλκει την καταγωγή της από τη κοιλάδα του ποταμού Loire στην βόρεια Γαλλία, αλλά η χώρα που έχει συνδέσει πιο πολύ από όλες το όνομα της με την ποικιλία αυτή δεν είναι άλλη από την μακρινή Νέα Ζηλανδία.
Οι Νεοζηλανδοί περηφανεύονται, δικαίως, ότι παρόλο που αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 1% της παγκόσμιας παραγωγής καταφέρνουν και εξάγουν το μεγαλύτερο μέρος της δικής τους παραγωγής, 86%, με τα κρασιά από Sauvignon Blanc να είναι το συντριπτικό μέρος από αυτά. Πώς όμως μπορεί να συνδέεται η παγκόσμια μέρα Sauvignon Blanc και η εμπορική επιτυχία της Ν. Ζηλανδίας με το σύνδρομο του Captain Tasman;
CaptainTasman’s syndrome 1st
Ο Abel Janszoon Tasman ήταν ένας από τους πιο έμπειρους θαλασσοπόρους στην υπηρεσία της Ολλανδικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών ( VOC) τον 17ο αιώνα. Το 1642 η VOC ανέθεσε στον Tasman να εξερευνήσει την γη , που σήμερα είναι η Αυστραλία, για να μελετηθούν οι δυνατότητες εκμετάλλευσης της. Ο Tasman δύο φορές περιέπλευσε την ήπειρο της Αυστραλίας χωρίς όμως να μπορέσει να την ανακαλύψει, με αποτέλεσμα οι ιστορικοί να το καταχωρήσουν σαν το Captain Tasman’s syndrome.
Για την ιστορική ακρίβεια ο Tasman ήταν άτυχος στον πρώτο του περίπλου, 1642-43, γιατί έχοντας πρώτα ανακαλύψει την Τασμανία, που σήμερα ονομάζεται προς τιμήν του, προσπάθησε να κατευθυνθεί βόρεια προς τις ακτές της Αυστραλίας αλλά ο καιρός είχε αντίθετη πρόθεση. Ισχυροί άνεμοι τον έσπρωξαν ανατολικά στις ακτές της Νέα Ζηλανδίας και από εκεί κινήθηκε βορειανατολικά στα νησιά Φίτζι, έπειτα στρεφόμενος δυτικά επέστρεψε στην Ολλανδική πόλη της Batavia.
Ούτε στο δεύτερο περίπλου, 1644, στάθηκε περισσότερο τυχερός καθότι περίπλευσε τις βόρειες ακτές της αυστραλιανής ηπείρου οι οποίες όμως είναι ερημικές και αφιλόξενες για μόνιμη εγκατάσταση, μέχρι και σήμερα. Ο Tasman έπεσε σε δυσμένεια από την VOC και έχασε την θέση του μετά από την αδυναμία του να εντοπίσει και να επιτεθεί στον ισπανικό στόλο που μετέφερε χρυσό από τις Φιλιππίνες και κανείς δεν συνέχισε τις εξερευνήσεις του. Θα έπρεπε να περάσουν περίπου 100 χρόνια, 1769, για να έρθει ο Ct James Cook, να εξερευνήσει πλήρως τα νησιά της Ν. Ζηλανδίας και να πέσει πάνω στις εύφορες περιοχές της Ανατολικής Αυστραλίας, που δεν κατάφερε να συναντήσει ποτέ ο Tasman, και να της διεκδικήσει για λογαριασμό της Μ.Βρετανίας.
CaptainTasman’s syndrome 2nd
Η δεύτερη περίπτωση που φαίνεται να συνάδει με αυτήν του Tasman είναι η ιστορία του Romeo Bragado, που η Ν.Ζηλανδία τιμά ως τον άνθρωπο που έβαλε τις βάσεις της σύγχρονης αμπελοκαλλιέργειας στην χώρα. Κάθε χρόνο μάλιστα διοργανώνεται προς τιμήν του εθνικό ( ακούει κανείς;) συνέδριο αμπελουργίας με το όνομα του. Ο Bragado έφτασε στην Ν.Ζηλανδία το 1902 μετά από τρελή προσωπική πορεία. Γεννημένος από πατέρα Ιταλό και μητέρα Αυστριακή, με καταγωγή από την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία σε πόλη που σήμερα ανήκει στην Κροατία, σπούδασε αμπελουργία στην Regia Scuoladi Viticultura & Enolgie στο Cogneliano.
Το 1889 έφτασε στην Αυστραλία για να εργαστεί ως σύμβουλος αμπελουργίας και οινολογίας στην ντόπια βιομηχανία οίνου. Η παρουσία του στην Αυστραλία συνέπεσε με την εμφάνιση της φυλλοξήρας στους αμπελώνες της Victoria. Τελικά η κυβέρνηση διέκοψε το συμβόλαιο του κρίνοντας ως μη αποδεκτή την πρόταση του να χρησιμοποιηθούν αμερικάνικα στελέχη για την καταπολέμηση της επιδημίας. Το 1902 υπέγραψε συμβόλαιο με την κυβέρνηση της Ν. Ζηλανδίας για να συμβάλλει στην βελτίωση της εγχώριας αμπελοκαλλιέργειας. Εκτός από την εισαγωγή αμερικάνικων υποκειμένων ο Bragado ταξίδεψε τα νησιά της Ν. Ζηλανδίας αναζητώντας τα κατάλληλα μέρη για αμπελοκαλλιέργεια. Μέχρι το 1909 που εγκατέλειψε την χώρα, ο Bragado είχε ήδη ανακαλύψει σε ποιες περιοχές έπρεπε να φυτευτούν αμπέλια, ενώ πρώτος αυτός πρότεινε το Central Otago ως περιοχή κατάλληλη για Pinot Noir. Όμως ατύχησε στην περίπτωση του Marlborough, το οποίο έκρινε ως τελείως ακατάλληλο για αμπελοκαλλιέργεια. Tasman και Bragado μοιάζουν σήμερα σαν να έχουν βγει από τους παράλληλους βίους του Πλούταρχου.
Montana Estate aka Brancott Estate
Το 1973 δύο στελέχη από το Montana Estate, το οποίο σήμερα ονομάζεται Brancott Estate, έφτασαν στην περιοχή του Marlborough με σκοπό να αγοράσουν μια μεγάλη έκταση για να εγκαταστήσουν αμπελώνα. Αυτοί ήταν ο ιδρυτής του Brancott Estate, Frank Yukich και ο αμπελουργός του, Wayne Thomas. Ο Yukich αναζητούσε φτηνή γη για να επενδύσει στην προσπάθεια του να στρέψει το κτήμα από το χύμα στις εξαγωγές ποιοτικού εμφιαλωμένου κρασιού.
Ο Yukich για να κατοχυρώσει την αγορά της γης που είχε βρει πριν την έγκριση από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, έδωσε «καπάρο» και η κίνηση του λίγο έλειψε να τον οδηγήσει στην έξοδο από την εταιρεία, καθώς το διοικητικό συμβούλιο δεν έδειχνε να συμμερίζεται την αισιοδοξία τους για τις δυνατότητες του Marlborough. Το ίδιο συνέβη και με το τοπικό συμβούλιο της περιοχής, που μόλις πληροφορήθηκε τα σχέδια του Brancott αποφάσισε να επιβάλλει απαγόρευση περαιτέρω φύτευσης αμπελώνων. Η απόφαση ψηφίστηκε Με το σκεπτικό ότι από τη μια, η καλλιέργεια αμπελιών θα οδηγήσει στην παραγωγή κρασιού, που περιέχει αλκοόλ, που δεν ήταν κοινωνικά αποδεκτό ( O tempora! O omores). Από την άλλη, οι ντόπιοι φοβόντουσαν, ορθώς μπορούμε να πούμε σήμερα, ότι η ανάπτυξη αμπελώνων θα περιόριζε δραστικά τις εκτάσεις εκτροφής των προβάτων τους.
Σήμερα
Ο Yukich, όταν φυτεύτηκε ο πρώτος αμπελώνας το 1974 δήλωσε ότι αυτός ο τόπος θα παράγει κρασιά παγκοσμίου κλάσης. Πέρα από τις δυσκολίες που συνάντησε στην αρχή του εγχειρήματος του, σήμερα είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί κάποιος να αμφισβητήσει την διορατικότητα αυτού του ανθρώπου. Οι Νεοζηλανδοί μπορούν αν δηλώνουν περήφανα σήμερα ότι μπορεί η Γαλλία να είναι ο γενέθλιος τόπος του Sauvignon Blanc, στην California να υπάρχει η μεγαλύτερη έκταση καλλιέργειας της ποικιλίας, αλλά είναι αυτοί που έδωσαν στο Sauvignon Blanc το στυλ που όλοι σήμερα παγκοσμίως απολαμβάνουμε.
Brancott Estate – Sauvignon Blanc 2017
Το συγκεκριμένο κρασί φέρει όλα τα χαρακτηριστικά των Νεοζηλανδέζικων Sauvignon Blanc. Με ελαφρύ λεμονί χρώμα και εξαιρετικά έντονα αρώματα εξωτικών και πυρηνόκαρπων φρούτων να συνδυάζονται αρμονικά με τις φυτικές νότες της ποικιλίας και τα φρέσκα εσπεριδοειδή. Στο στόμα το κρασί διατηρεί την ένταση του αρώματος, είναι ελαφρύ, δροσερό με τραγανή αίσθηση της οξύτητας και μακρύ κι επίμονο τελείωμα. Μια από τις καλύτερες επιλογές για το καλοκαίρι, και όχι μόνο, για όποιον αναζητεί μια ιδιαίτερη γεύση εκτός Ελλάδος.